Η Αναγκαιότητα μιας Ριζικής Αναδιοργάνωσης στην Τεχνολογική Στρατηγική της Ελλάδος
Οι ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης (AI; Artificial Intelligence) αποτελούν πρόκληση για όλα τα κράτη. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να προστατεύσουν όσους πλήττονται, να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ρυθμιστικά πλαίσια αλλά κυρίως να εκμεταλλευτούν τις νέες προοπτικές ώστε να οδηγήσουν σε ανάπτυξη και καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες τους. Δυστυχώς, παρά τις συχνές δηλώσεις της ελληνικής κυβέρνησης ότι οι νέες τεχνολογίες αποτελούν κεντρικό στόχο της τα τελευταία 5 χρόνια, συνήθως η στρατηγική της αναλώνεται σε συστάσεις επιτροπών, όπως η ‘Συμβουλευτική Επιτροπή Υψηλού Επιπέδου για την Τεχνητή Νοημοσύνη’, σε οργάνωση συνεδρίων και σε κοντόφθαλμες πολιτικές που αποσκοπούν στην προσέλκυση μεγάλων διεθνών εταιριών με γνώμονα το γρήγορο κέρδος.
Σύμφωνα με αρκετούς δείκτες και μετρήσεις, η Ελλάδα αποτελεί ουραγό όσο αναφορά τόσο την ετοιμότητα για χρήση ΑΙ, καθώς και σε επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία. Ενδεικτικά, στον Ευρωπαϊκό δείκτη καινοτομίας για το 2023 η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ (θέση 20 από 27 χώρες). Επίσης, βρίσκεται 20η από τις 24 χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στο δείκτη ετοιμότητας για την τεχνητή νοημοσύνη (Oxford Insights). Πρόσφατη έρευνα της McKinsey ανέδειξε την έλλειψη AI στρατηγικής στην Ελλάδα και προειδοποίησε για τον ορατό κίνδυνο της μεγέθυνσης της ανισότητας με άλλες χώρες.
Αντίθεση σε αυτή την αρνητική εικόνα, αποτελεί το υψηλό επίπεδο τεχνολογικής κατάρτισης του ελληνικού εργατικού δυναμικού. Η Ελλάδα εξάγει τεχνογνωσία και εξειδικευμένους επιστήμονες, με πολλούς να αποτελούν την κινητήριο δύναμη των τεχνολογικών εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, η χρόνια έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές, έρευνα και καινοτομία έχει οδηγήσει σε περιορισμένη τεχνολογική πρόοδο στο εσωτερικό. Θα μπορούσε απλά η προσέλκυση τεχνολογικών κολοσσών να καλύψει αυτά τα κενά; Αξίζει αυτό να γίνεται με όρους σχεδόν παρακαλεστικούς, προσφέροντας μονάχα γρήγορο και εύκολο κέρδος σε αυτούς τους ομίλους; Η αποτυχία της κυβερνητικής στρατηγικής αναδείχθηκε ακόμα μια φορά με το πρόσφατο ναυάγιο της ‘επένδυσης’ της Cisco στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε πως θα μπορούσε να αποτελεί επιτυχία απλά η προσέλκυση μεγάλων ιδιωτικών ομίλων προσφέροντάς τους ανταλλάγματα ακόμα και κρατικά κτίρια χωρίς ενοίκιο; Ποια ήταν τα οφέλη για την τοπική κοινωνία, για το κράτος και για την τεχνολογική επάρκεια της χώρας; Αντίθετα απαιτούνται ουσιαστικές δομικές πολιτικές όπως η στήριξη ερευνητικών ομάδων ώστε να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους στην απορρόφηση ερευνητικών κονδυλίων, ίδρυση και στήριξη των υπαρχόντων ερευνητικών κέντρων, καθώς και διευκόλυνση της λειτουργίας νεοφυών επιχειρήσεων με κρατική και κοινωνική συμμετοχικότητα.
Όσα κράτη πρωτοστατούν στις τεχνολογικές εξελίξεις επενδύουν για δεκαετίες στη βασική έρευνα και παραχωρούν πόρους για την καινοτομία που οδήγησαν όχι μόνο στην τεχνολογική τους ετοιμότητα αλλά δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες ακόμα και για σοβαρές ιδιωτικές επενδύσεις. Η Ελλάδα έχοντας μείνει χρόνια πίσω σε αυτούς τους τομείς θα πρέπει να κάνει μεγάλα βήματα.
Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι από τη συνολική δαπάνη σε Έρευνα και Ανάπτυξη που επενδύεται από φαρμακευτικές στην Ευρώπη για κλινική έρευνα, μόνο περίπου το 0.3 % επενδύεται στην Ελλάδα. Εάν το κόστος των παροχών που προσφέρονται σε μεγάλες εταιρίες για να φέρουν ένα τόσο μικρό μέρος της δράσης τους στην Ελλάδα, επενδυόταν σε κρατικές υποδομές και έρευνα, θα ανανέωνε τη σχέση του τόπου με τη καινοτομία και θα δημιουργούσε ουσιαστικές βάσεις για πρόοδο και ανάπτυξη. Ας δοθούν επιτέλους οι ευκαιρίες και οι συνθήκες στο εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό της χώρας, να βγει μέσα από τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα και να συμβάλλει στην τεχνολογική πρόοδο. Η εγκαθίδρυση βασικών υποδομών, ένα περιβάλλον στήριξης της βασικής έρευνας και η ανάπτυξη καινοτομίας από τη βάση είναι οι κύριοι δρόμοι που θα οδηγήσουν σε τεχνολογική πρόοδο και σε ορθή χρήση του ΑΙ με στόχο την ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, τόσο μέσα στα αστικά κέντρα όσο και εκτός από αυτά.
Τα μοναδικά και σύνθετα προβλήματα της Έρευνας και Καινοτομίας στην Ελλάδα, περιλαμβάνουν τις αυξημένες ανισοτήτες, την ανεπαρκή χρηματοδότησης της δημόσιας παιδείας όλων των βαθμίδων, την αδυναμία αξιοποίησης του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού, την έλλειψη ισχυρών εκσυγχρονισμένων κυβερνητικών πολιτικών και εξορθολογισμένων διαδικασιών. Αυτά θα συνεχίσουν να διευρύνονται αν δεν αγωνιστούμε να καλύψουμε τη διαφορά και να κλείσουμε τα κενά που δημιουργήθηκαν σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μια ριζική αλλαγή στην κουλτούρα. Η επιστήμη, η τεχνολογία και η κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίζονται και να κατανοούνται ως αλληλένδετα μέρη που συμβάλλουν στη συνολική ευημερία της Ελλάδας και όλου του πληθυσμού της. Η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο (συνεργατική διακυβέρνηση) με τη συμμετοχή της ιδιωτικής βιομηχανίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, των κοινοτικών ομάδων και άλλων σχετικών ενδιαφερομένων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την εξεύρεση ισορροπημένων και βιώσιμων λύσεων για τα σύνθετα κοινωνικά προβλήματα. Αυτή η συμμετοχική προσέγγιση θα απαιτήσει την αλλαγή του τρόπου σκέψης μας, δίνοντας έμφαση στην ένταξη, την οικοδόμηση συναίνεσης και τη διαφάνεια για το συνολικό κοινωνικό όφελος. Η τεχνολογική ανάπτυξη τελικά θα έρθει μέσω μεγαλύτερης προσβασιμότητας και κοινωνικής επαφής και συμμετοχής.
THINK TANK ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ – ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ