H έρευνα είναι μια σημαντική κοινωνική επένδυση με τεράστια κοινωνικά οφέλη. Οδηγεί σε καινοτομίες και νέες τεχνολογίες που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής και την υγεία, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, να προαγάγουν τον πολιτισμό και να προσφέρουν λύση σε προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και το δημογραφικό πρόβλημα.
Γι’ αυτό το λόγο, η έρευνα αποτελεί καταστατικό στοιχείο της λειτουργίας του πανεπιστημίου. Όχι μόνο επειδή στα πανεπιστήμια παράγεται νέα γνώση, αλλά και επειδή αυτή η διαδικασία είναι αναπόσπαστα δεμένη με την εκπαίδευση νέων επιστημόνων. Ο βέλτιστος τρόπος διδασκαλίας προβλέπει την μέγιστη δυνατή εμπλοκή των φοιτητών και φοιτητριών στην ερευνητική διαδικασία. Στις μέρες μας, που η απλή διαχείριση της υπάρχουσας γνώσης γίνεται από ολοένα και πιο «έξυπνες» μηχανές, η ικανότητα κριτικής ανάλυσης και παραγωγής νέας γνώσης εξελίσσεται στην πιο σημαντική δεξιότητα που ένα πανεπιστήμιο οφείλει να δίνει στους αποφοίτους του.
Ως Έλληνες πανεπιστημιακοί και ερευνητές διαπιστώνουμε με απογοήτευση ότι το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια επιτρέπει την ίδρυση πανεπιστημίων που επί της ουσίας δε θα κάνουν έρευνα. Η έρευνα δεν αποτελεί κριτήριο ούτε για την αδειοδότηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε για τη στελέχωσή τους, ενώ οι συνθήκες υπό τις οποίες επιτρέπονται να λειτουργήσουν τα ιδρύματα (ελάχιστος αριθμός απαιτούμενων διδασκόντων, μέγιστος αριθμός ωρών απασχόλησης του προσωπικού) δρουν ανασταλτικά προς κάθε ερευνητική δραστηριότητα.
Αυτό βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τα Ελληνικά δημόσια ΑΕΙ που από την αρχή ιδρύθηκαν ως ιδρύματα με ερευνητικό χαρακτήρα, ακολουθώντας το Ευρωπαϊκό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο το ερευνητικό έργο - με ελάχιστες εξαιρέσεις - παράγεται σε δημόσια πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα[1]. Τα Ελληνικά δημόσια ΑΕΙ, εδώ και μια δεκαπενταετία σε συνθήκες κρατικής υποχρηματοδότησης, με μειώσεις προϋπολογισμών που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνά το 60% του προ της κρίσης επιπέδου τους[2], πρωτοπορούν και παράγουν υψηλότατου επιπέδου ερευνητικό έργο, με σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο. Και όλα αυτά, παρά την ανεπαρκή χρηματοδότηση, την έλλειψη συγκροτημένου και μακροπρόθεσμου κρατικού σχεδιασμού και την απουσία θεσμών μετατροπής των αποτελεσμάτων της έρευνας σε κοινωνικό μέρισμα.
Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που προβλέπει το νομοσχέδιο θα έχουν ελάχιστη συνεισφορά στο ερευνητικό τοπίο της χώρας, κάτι που καθιστά έωλο το αφήγημα ότι τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν να ωφεληθούν από συνέργειες με αυτά. Επιπλέον, η αποσύνδεση της διδασκαλίας από με την έρευνα ρίχνει το επίπεδο σπουδών, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στις διεθνείς κατατάξεις των πανεπιστημίων. Το κύρος ενός πανεπιστημίου δεν μεταφέρεται αυτόνομα στο παράρτημα που ανοίγει σε μία άλλη χώρα. Το παράρτημα αντιμετωπίζεται ως αυτόνομος οργανισμός, που αξιολογείται στις διεθνείς κατατάξεις με βάση τόσο την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχει όσο και την ερευνητική του παραγωγή. Παραρτήματα πανεπιστημίων, όπως αυτά που προβλέπει το νομοσχέδιο, κατατάσσονται σε θέσεις από 2.000 ως 6.000, ακόμα και όταν τα μητρικά είναι ανάμεσα στα κορυφαία 50 του κόσμου[3]. (Τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ στην ίδια κατάταξη είναι σε θέσεις 300-1000.) Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν θα συμβάλλουν ούτε στην αποτροπή του brain-drain, καθώς δεν θα προσλαμβάνουν νέους καταρτισμένους ερευνητές από την Ελλάδα ή το εξωτερικό που θέλουν να συνεχίσουν την ερευνητική τους σταδιοδρομία.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ανεξάρτητα ποιότητας, δεν εξυπηρετούν κανέναν σκοπό που δεν μπορεί να επιτύχει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Ακόμα περισσότερο, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δρουν ανασταλτικά στην ευρωπαϊκή προοπτική της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η Ευρωπαϊκή στρατηγική για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνει κοινοτική χρηματοδότηση για διακρατικές συνεργασίες στην εκπαίδευση και την έρευνα, στις οποίες περιλαμβάνεται η απονομή κοινών πτυχίων από πανεπιστήμια διαφορετικών χωρών. Η διασφάλιση της αριστείας και του κύρους των ελληνικών δημόσιων ΑΕΙ και η ενίσχυση της έρευνας, αποτελούν την μόνη εγγύηση ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να επωφεληθεί από αυτές τις εξελίξεις. Η εισαγωγή ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις αριστείας και δεν προάγουν την έρευνα, θα λειτουργήσει ανασταλτικά στα οφέλη που θα αποκομίζει η χώρα μας από την ενσωμάτωση στο Ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό και ερευνητικό γίγνεσθαι.
Για όλους αυτούς τους λόγους καλούμε την ελληνική κοινωνία να απαιτήσει, και την Ελληνική Κυβέρνηση να υλοποιήσει, την ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο.
[1] https://www.metal.ntua.gr/wp-content/uploads/2024/01/peri_idrisis_idiwtikwn-aei_23-1-2024.pdf
[2] https://www.ntua.gr/el/news/announcements/item/3856-anakoinosi-tou-symvouliou-dioikisis-tou-emp
[3] Για παράδειγμα, στην κατάταξη του https://www.webometrics.info/en, το NY University είναι 24ο στον κόσμο, αλλά το παράρτημά του στο Άμπου Ντάμπι είναι στη θέση 2042 και αυτό στη Σανγκάη στη θέση 3159.
Παιδεία